Επιτρέπουμε να νιώθουμε ή απωθούμε τα συναισθήματά μας; Ζούμε σε μια κοινωνία που αντιστέκεται και φοβάται να εκθέσει την όποια συγκινησιακή φόρτιση, εκλαμβάνοντας την ως αδυναμία. Έτσι, από μωρά εκπαιδευτήκαμε να μην εκφράζουμε συναισθήματα όπως τον θυμό, την θλίψη, την αγανάκτηση μας ή να τα παγώνουμε ως μηχανισμό επιβίωσης. Ωστόσο, σαν παιδιά και αργότερα ενήλικες, στην προσπάθεια μας να μην νιώσουμε την απουσία ή τον πόνο, χάνουμε επαφή με τον αυθεντικό, αληθινό εαυτό μας και τις ανάγκες μας. Με αυτόν τον τρόπο, σταδιακά περιορίζουμε το νόημα της ύπαρξης μας και αποτυγχάνουμε να πάρουμε την ευθύνη των επιλογών μας, ώστε να διαμορφώσουμε πλήρως τη ζωή μας.Είναι γεγονός ότι, αυτοί οι μηχανισμοί άμυνας μπορεί αρχικά να μας προστατεύουν από τραυματικές εμπειρίες ή αγχωτικές περιστάσεις, όπως συναισθηματική απουσία, απώλεια μητρικής φιγούρας στην νηπιακή ηλικία. Ωστόσο, μπορούν να γίνουν απειλητικοί στην ενήλικη ζωή μας με καταστροφικές συνέπειες στο σώμα και τον ψυχισμό μας.
Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, οι επιπτώσεις της μακροχρόνιας καταπίεσης των συναισθημάτων μας περιλαμβάνουν σωματικές ασθένειες, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, δύσκαμπτες αρθρώσεις, αλλεργίες, αυξημένη συχνότητας διαβήτη και καρδιακών παθήσεων. Αντίστοιχα τα παιδιά, μεγαλώνοντας , πέρα από ψυχοσωματικά συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσουν, χάνουν τον αυθορμητισμό, την εμπιστοσύνη στον εαυτόν τους, την ζωντάνια και την χαρά τους, περιορίζοντας την ύπαρξη τους στα ‘πρέπει’ του περιβάλλοντος τους. Δυστυχώς, δεν είναι εφικτό να μπλοκάρουμε επιλεκτικά τα “αρνητικά συναισθήματα”, όπως τον θυμό, την απογοήτευση, την θλίψη, ενώ συγχρόνως να διατηρούμε την ικανότητα να αισθανόμαστε και να εκφράζουμε χαρά και ικανοποίηση. Με άλλα λόγια, όταν παγώσουμε τα συναισθήματά μας, χάνουμε επαφή με και τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας, οι οποίες κατευθύνουν τις συμπεριφορές μας και δίνουν νόημα και αξία στην ζωή μας.
Επιτρέποντάς μας λοιπόν να βιώσουμε πλήρως τα συναισθήματά μας, μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε εναλλακτικές λύσεις και να προσαρμόσουμε τη συμπεριφορά μας σύμφωνη με τις επιθυμίες μας. Επιπλέον, όταν αποδεχόμαστε και τα πιο ‘απαράδεκτα’ φαινομενικά συναισθήματα μας σε ένα ασφαλές και υγιές ψυχοθεραπευτικό περιβάλλον , όχι μόνο αυτά δεν λειτουργούν καταστροφικά, αλλά δρουν θεραπευτικά και ευεργετικά. Έτσι, με την βοήθεια του θεραπευτή, είναι εφικτό να επιτρέψουμε στον εαυτόν μας να αισθάνεται πληγωμένος χωρίς να γίνεται θύμα, να νιώθει θυμό χωρίς να γίνεται θύτης, να αναγνωρίζει τον φόβο του χωρίς να συνθλίβεται ή να μπαίνει σε πανικό.